ιωτακίζω

ιωτακίζω
προφέρω τα φωνήεντα και τις διφθόγγους σύμφωνα με την ιωτακιστική προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰώτα κατά τα αττι-κίζω, σολοι-κίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιωτακιστής — ὁ [ιωτακίζω] οπαδός τού ιωτακισμού* …   Dictionary of Greek

  • ιωτακιστικός — ή, ό [ιωτακίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στον ιωτακισμό 2. φρ. «ιωτακιστική προφορά» η εξέλιξη και η σύμπτωση τής προφοράς τών φωνηέντων ι, η, υ και τών διφθόγγων ει, οι, ηι, υι με την προφορά τού [i], σε αντιδιαστολή με την ητακιστική …   Dictionary of Greek

  • λαβδακίζω — (Α λαβδακίζω) μεταχειρόζομαι συχνά το Α. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβδα, κατά τα ιωτακίζω, ητακίζω] …   Dictionary of Greek

  • μυτακισμός — μυτακισμός, ὁ (ΑΜ) 1. η συχνή χρήση τού γράμματος μυ 2. (στη λατ. γλώσσα η προφορά τού τελικού m πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν. [ΕΤΥΜΟΛ. τ. σχηματισμένος από το γράμμα μῦ (βλ. λ. μυ [Ι]), κατά το ἰωτακίζω] …   Dictionary of Greek

  • ρωτακίζω — ΝΑ προφέρω συχνά τον φθόγγο ρ στη θέση άλλου φθόγγου νεοελλ. 1. γλωσσ. χαρακτηρίζομαι από ρωτακισμό 2. ιατρ. προφέρω λανθασμένα τον φθόγγο ρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, κατά το αμάρτυρο ρ. *ἰωτακίζω (πρβλ. ἰωτακισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”